Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιοστέφανο [ayostéfano] το,
- holy crown, halo:
- χάιδεψε τ' άσπρα μαλλιά που φούντωναν γύρω στο κεφάλι σαν ~ (Dafnis) |
- ακόμα και χρυσά δισκοπότηρα και μαλαματένια αγιοστέφανα ξηλωμένα από εικονίσματα (Myriv)
[cpd w. στεφάνι]
- holy crown, halo: