Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιορίτικος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιορίτικος, -η, -ο [ayorítikos]
  • of or pertaining to or coming fr Mt Athos (syn αγιονορίτικος):
    • αγιορίτικα καθεστώτα |
    • ~ μοναχισμός |
    • ~ σταυρός, αγιορίτικη αγιογραφία, αγιορίτικη εικόνα |
    • αγιορίτικη ακτή |
    • αγιορίτικη αρχιτεκτονική |
    • αγιορίτικα κεράσματα |
    • ρακί, λουκούμι και καφές (Theotokas) |
    • στα μοναστήρια ο λεγόμενος ~ (sc τύπος βασιλικής)... έχει σχήμα εγγεγραμμένου σταυρού με ένα ή με πέντε τρούλους (Vacalop) |
    • poem και σκαλιστά αγιορίτικα | του Πιταφιού αγιοκέρια (Agras).
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιοριτικός, -ή, -ό [ayoritikós] (sp. also αγιορειτικός) (L)
  • of Mt Athos:
    • αγιοριτική παράδοση |
    • αγιοριτική τάξη |
    • ~ ρυθμός |
    • αγιοριτικά χειρόγραφα

[der of MG αγιορείτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες