Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιοποιώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγιοποιώ [ajiopió] -ούμαι Ρ10.9 : (για εκκλησία) ανακηρύσσω κπ. άγιο μετά το θάνατό του.

[λόγ. < μσν. αγιοποιώ < αγιο- + -ποιώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγιοποιώ [ayiopió]
  • ① eccl of the official church, canonize, declare a pious person a saint posthumously:
    • κομμένη η σελίδα του Mεγάλου Kωνσταντίνου που σκοτώνει το γιο του και αγιοποιείται (Palaiologos) |
    • η φιλανθρωπία δεν αγιοποιεί
  • ② depict s.o. or sth as holy and saintly (syn εξαγιάζω):
    • την έχει αγιοποιήσει τη γυναίκα του.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες