Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιοποίηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγιοποίηση η [ajiopíisi] Ο33 : ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την εκκλησία μετά το θάνατό του.

[λόγ. αγιοποιη- (αγιοποιώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγιοποίηση [ayiopíisi] η, (L)
  • canonization, i.e. official elevation of a pious and virtuous person to sainthood done posthumously (syn ανακήρυξη αγίου) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες