Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιοκέρι το [ajokéri] Ο44α : (λογοτ.) κερί ή λαμπάδα της εκκλησίας από κερί μέλισσας. || Xλωμός σαν ~, κατακίτρινος. Σβήνει σαν ~, αργοπεθαίνει.
[μσν. αγιοκέρι < αγιο- + κερ(ί) -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιοκέρι [ayocéri] το,
- ① candle of beeswax:
- η πόλη πλημμύρισε αναμμένα αγιοκέρια του επιτάφιου |
- είναι or έγινε χλωμός σαν ~ is or became waxen, pallid |
- έβηχε κ' έλιωνε σαν τ' ~ (Myriv) |
- poem κάθε πρόσωπο λάμπει απ' τ' ~ (Solom) |
- μη λιώνεσαι, | σα δέησης ~ (Palam) |
- τα μάγουλά της και τα χέρια | δεν τα φωτίζουν τ' αγιοκέρια (Porphyras) |
- και σβει η ψυχή μου, μα πώς σβει σαν ~ (Malakasis) |
- και βάφει (sc το φως) στο μαβί τα ωχρά αγιοκέρια (Agras)
- ② synecd beeswax (syn καθαρό κερί, μελισσοκέρι)
[cpd of άγιο κερί]
- ① candle of beeswax: