Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιογραφία η [ajioγrafía] Ο25 : 1.η τέχνη της απεικόνισης ιερών προσώπων ή θρησκευτικών σκηνών. 2. ζωγραφική παράσταση με θρησκευτικά θέματα. (έκφρ.) σαν βυζαντινή* ~.
[λόγ. αγιο- + -γραφία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιογραφία [ayioγrafía] η,
- ① Christ art representation of sacred persons and events in painting, religious painting:
- αγιορείτικη ~ |
- η ~, τα κείμενα και η ψαλμωδία... είναι για τους αγιορείτες το θείο (Papantoniou)
- ② religious painting, holy picture, icon (syn ιερή εικόνα, εικόνισμα, αγιουλάκι):
- η εκκλησία σας έχει θαυμάσιες αγιογραφίες |
- η κόρη γύρισε προς το μέρος του, σα μια ωραία ~ (Xenop) |
- poem στου κελιού τ' άραχνα τζάμια | κλαίνε μυστικές αγιογραφίες (Melachrinos).
- ① Christ art representation of sacred persons and events in painting, religious painting: