Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιογράφος ο [ajioγráfos] Ο18 θηλ. αγιογράφος [ajioγráfos] Ο35 : ζωγράφος ιερών εικόνων και θρησκευτικών παραστάσεων.
[λόγ. αγιο- + -γράφος 1 (διαφ. το ελνστ. ἁγιόγραφος `βιβλίο της Π.Δ. γραμμένο με θεϊκή έμπνευση΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιογράφος [ayioγráfos] ο, η,
- painter of holy pictures, iconographer:
- πάνω από το γήινο πίνακα που 'δωσα πρέπει να βάλω τώρα κατά τον τρόπο μερικών αγιογράφων της Aναγέννησης τη "γκλόρια" (Melas) |
- ο άνθρωπος ακολουθεί το ένστικτό του... σαν τους βυζαντινούς αγιογράφους (Theotokas) |
- poem στα ολόστρωτα της θάλασσας νερά που κύκλους γράφει |... | της ομορφιάς σου εχάθηκαν χίλιοι μαζί αγιογράφοι (Malakasis).
- painter of holy pictures, iconographer: