Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιογδύτης ο [ajoγδítis & ajioγδítis] Ο10 θηλ. αγιογδύτισσα [ajoγδítisa & ajioγδítisa] Ο27 : 1.άρπαγας, κλέφτης, που μπορεί να κλέψει και ιερά αντικείμενα από εκκλησίες· ιερόσυλος. 2. ως υβριστικός χαρακτηρισμός προσώπου που χρησιμοποιεί αδίστακτα κάθε μέσο για να αποσπάσει χρήματα, αισχροκερδής, στυγνός εκμεταλλευτής: Έπεσαν σε έναν αγιογδύτη δικηγόρο, που τους εξαπατούσε και τους έτρωγε τα λεφτά.
[αγιο- + γδύ(νω) -της· αγιογδύτ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιογδύτης [ayoγ∂ítis] ο,
- ① thief of sacred things, church robber, sacrilegious person (syn ιερόσυλος)
- ⓐ rapacious person, adroid thief
- ② Shylock (syn άγριος εκμεταλλευτής, αισχροκερδής, τοκογλύφος):
- έπεσες σ' αγιογδύτη |
- με μια κατεβατή (sc της πάλας) κόβει το κεφάλι τ' αγιογδύτη (Vlachogiannis) |
- μάνιασε να τόνε λένε πουλημένο οι αγιογδύτες που κουρσεύανε μπροστά στα μάτια του το ξένο βιος (Vlami) |
- poem και στα λευκά συντρίμματα άλλη ακρίδα | χυμάει |
- ο αρχαιολόγος κι ο ~ (Myriv) |
- κι άλλοι, αγιογδύτες, άθλιοι, καταδότες, | λογάδες, έχουν χρήμα (Stavrou Ar)
[cpd of άγια and MG εκδύτης (gloss) ← εκδύω]