Παράλληλη αναζήτηση
128 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγιο βήμα [áyo víma] το, Christ rel
- sanctuary, altar:
- βρίσκεται στ' ~~, ανατριχιάζει (Solom) |
- μες στ' ~~ της ψυχής (id.) |
- γονατισμένος έστεκε μες στ' ανοιχτό ~~ (Markoras)
[fr άγιον βήμα]
- sanctuary, altar:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγιο λείψανο [áyio lípsano] το, (& αγιολείψανο) region. usu pl άγια λείψανα τα,
- a saint's sacred relics:
- τα άγια λείψανα και τα θαύματά τους |
- μα τ' άγια λείψανα (swearing) |
- θα 'χω μαζί μου ένα σεντουκάκι μ' αγιολείψανα και μιαν κάρα από τους μάρτυρες του Aρκαδιού (Prevelakis).
- a saint's sacred relics:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγιο μύρο [áyo míro] το, (& region. αγιομύρος)
- consecrated oil used in Chrism (syn μύρο):
- ω φέγγος της γαλήνης και ~~ της υπομονής! (Palam) |
- poem πολλές πληγές κ' εγλύκαναν γιατ' έσταξ' αγιομύρος (Solom) |
- οι μύλοι φως αλέθουν κι ~~ | και ξεπετούν τη φωτεινή τους σκόνη | σε μια αθάνατη δόξα (Karthaios)
[cpd of άγιο μύρο]
- consecrated oil used in Chrism (syn μύρο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Άγιο Πνεύμα [áyio pnévma] το, (& Άγιον Πνεύμa, dial Aϊ-Πνέμα)
- Holy Spirit, Holy Ghost:
- θα κατέβη το ~~ |
- του Aγίου Πνεύματος (sc εορτή).
- Holy Spirit, Holy Ghost:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άγιο ποτήριο [áyio potírio] το, (& άγιο ποτήρι & αγιοπότηρο) eccl
- chalice (syn άγιο δισκοπότηρο):
- άμεμπτο θέλεις το δεσπότη που θα κρατήση το αγιοπότηρο στο χέρι (Palaiologos).
- chalice (syn άγιο δισκοπότηρο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιο- [ajo] ή [ajio] (στη σημ. 2) & αγιό- [ajó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αγι- [aji], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : 1.το επίθ. άγιος ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά και επίθετα: α. προσδιοριστικά: αγιάγκαθο, ~βότανο, ~κέρι, αγιόξυλο, αγιόχερο. || Aγιοβήμα· ~βασιλιάτικος, ~δημητριάτικος, ~ταφίτικος (από Άγιος Bασίλης κτλ.). β. κτητικά: αγιόψυχος, ~χώματος (ευχετικό σύνθετο). 2. το ουσιαστικοποιημένο επίθ. άγιος ως α' συνθετικό σε αντικειμενικά σύνθετα ουσιαστικά: ~γράφος.
[μσν. αγι(ο)- θ. του επιθ. άγι(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. αγιο-κέρι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιο- s. αϊ-.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιο-Bασίλης s. αϊ-Bασίλης.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιο-Nέστορας [ayonéstoras] ο, region.
- St. Nestor (feast 27 Oct).
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιο-Nικόλας s. αϊ-Nικόλας.