Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιατολάχ ο [ajatoláx] Ο (άκλ.) : σιίτης μωαμεθανός ιεράρχης, ιδίως στην Περσία, συχνά άτεγκτα προσηλωμένος στο γράμμα των νόμων της θρησκείας.
[λόγ. < αγγλ. ayatollah (ορθογρ. δαν.) από τα περσ. < αραβ. āyat `σημάδι΄ + allāh `θεός΄]