Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιαστούρα η [ajastúra] & αγιαστήρα η [ajastíra] Ο25α : δέσμη από βασιλικό που ο ιερέας βουτάει σε αγιασμένο νερό: Mε την ~ ο παπάς ραντίζει το εκκλησίασμα / το καινούριο κτίριο / το καινούριο σκάφος.
[ελνστ. ἁγια στ(ήριον) `ιερός χώρος΄ > μσν. *αγιαστ-ούριν (κατά το επίθημα -ού ρι(ο)ν) > μεγεθ. -α· μσν. αγιαστήρ(ιον) μεγεθ. -α]