Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιαστήρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγιαστήρα [ayastíra] η, (& αγιαστούρα) eccl
  • ① the vessel fr which the priest sprinkles holy water, dipping in it sprigs of basil as an aspergil:
    • folks. (οι καλικάντζαροι λένε) φεύγατε να φεύγωμε, γιατ' έρχετ' ο τουρλόπαπας | με την ~ του | και με την πλαστήρα του
  • ② aspergil, aspersorium (syn βρεχτούρα):
    • πολλοί παπάδες με το πετραχήλι και με την αγιαστούρα στο χέρι (Loukatos) |
    • βουτούσε την αγιαστούρα στον παγωμένο αγιασμό και ράντιζε δυνατά το μέτωπο του κάθε καλόγερου (Kazantz) |
    • σας προγκάμε (sc τους καλικαντζάρους) με την αγιαστούρα τη βρεγμένη (Myriv) [augm. der in -α of MG αγιαστήριν ←K (LXX+) -τήριον or fr êγιαστήρ

[[3rd c. AD] 'consecrator'; form ἁγιαστούρα anal. of syn βρεχτούρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες