Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιασμός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγιασμός ο [ajazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγιάζω. 1. η λειτουργία κατά την οποία ο ιερέας αγιάζει το νερό που μ΄ αυτό θα ραντίσει και θα ευλογήσει τους πιστούς, ένα κτίριο, όχημα, πλοίο κτλ.: Φέραμε έναν παπά να κάνει αγιασμό στο καινούριο σπίτι / μαγαζί. Σήμερα έγινε ~ στο σχολείο για την έναρξη της καινούριας χρονιάς. ~ των υδάτων. 2. αγιασμένο νερό· αγίασμα: Πήρα αγιασμό από την εκκλησία και σου έφερα να πιεις.

[ελνστ. ἁγιασμός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αγιασμός ο.
  • 1)
    • α) Eυλογία (ως αποτέλεσμα θρησκευτικής τελετής):
      • αγιασμόν ναού (Aξαγ., Kάρολ. E´ 1238
    • β) καθαγιασμός· καθιέρωση, αναγνώριση:
      • (Aχέλ. 1811).
  • 2) H θρησκευτική τελετή του καθαγιασμού του νερού:
    • (Παϊσ., Iστ. Σινά 1408).

[μτγν. ουσ. αγιασμός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγιασμός [ayazmós] ο, eccl
  • ① sanctification, consecration (syn αγιοποίηση)
  • ② service in which the priest by reading prayers sanctifies water:
    • ~ των νερών blessing of the waters |
    • μεγάλος ~ (on 6 Jan) |
    • μικρός ~ (eve of Epiphany [πρωτάγιαση, φώτιση] and other occasions) |
    • ο παπάς κάνει αγιασμό |
    • ο παπάς θα ψάλη τον αγιασμό |
    • κάμε για καλό κακό έναν αγιασμό |
    • κάνανε αγιασμό μέσα στο μαντρί με το κοπάδι ολόγυρα (Kontoglou) |
    • έκανε αγιασμό και ράντισε μ' ένα κλωνί βασιλικό όλες τις γωνιές (Myriv) |
    • folks. ήρθανε τα Φώτα κι ο φωτισμός | και χαρές μεγάλες κι ο ~
  • ③ sprinkling and blessing w. holy water (syn άγιαση)
  • ④ holy water (syn αγιασμένο νερό in αγιασμένος 1, αγίασμα 1, άγιασμα 3):
    • πίνω αγιασμό |
    • μεταλαβαίνω με αγιασμό |
    • πήρα αγιασμό από την εκκλησιά |
    • η λειτουργία έχει αρχίσει, βρέχουν τα δάχτυλά τους στον αγιασμό και μπαίνουν (Dafnis) |
    • θα μοιράση τον αγιασμό στους χριστιανούς να πάνε να ραντίσουν τα χωράφια (Prevelakis) |
    • fig poem τα χλωρά μου νιάτα... |... τρέμουν, | ραντισμένα της δροσιάς τον αγιασμό (Sikel).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες