Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγιάτρευτος, επίθ.· αγιάτρευθος· αναγιάτρευτος.
-
- Που δε μπορεί να θεραπευθεί, ανίατος:
- αρρωστίαν αγιάτρευτη, λέπρα (Xρον. σουλτ. 5327)·
- αγιάτρευτη πληγή (Tζάνε, Kρ. πόλ. 43722)·
- πάθος αγιάτρευθο … γυναίκα να ’ναι πονηρή (Bεντράμ., Γυν. 61).
[<στερ. α‑ + γιατρεύω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που δε μπορεί να θεραπευθεί, ανίατος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιάτρευτος -η -ο [ajátreftos] Ε5 : που δεν μπορεί να θεραπευτεί· αθεράπευτος. || (μτφ.): ~ καημός. Aγιάτρευτη νοσταλγία / πληγή.
[μσν. αγιάτρευτος < α- 1 γιατρεύ(ω) -τος (πρβ. ελνστ. ἀνιάτρευτος ίδ. σημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιάτρευτος, -η, -ο [ayátreftos]
- ① past cure, incurable (syn αθεράπευτος, L ανίατος, L ανεπίδεκτος θεραπείας, που δεν παίρνει γιατρειά, που δε γιατρεύεται):
- αγιάτρευτη αρρώστια (syn αθεράπευτη ασθένεια) incurable illness |
- αγιάτρευτη πληγή (also fig) |
- ~ μπεκρής incurable drunkard |
- ο πόνος του κόσμου είναι ~ (Kazantz) |
- η μόνωση είναι αγιάτρευτη (Terzakis) |
- ήταν αγιάτρευτοι στην κακία (Theodorakop) |
- poem όπου αγιάτρευτην ανοίγει | της Eλλάδας μιαν πληγή (Solom) |
- έχω μάσει | αγιάτρευτο ένα μόλεμα (Palam)
- ⓐ irreparable, irrelievable, irremediable, unalterable (syn ανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος):
- το παρελθόν είναι αγιάτρευτο |
- αγιάτρευτο κακό irreparable damage |
- ~ νοσταλγός |
- η αγιάτρευτη νοσταλγία για την πατρίδα |
- αγιάτρευτη φτώχεια |
- αγιάτρευτη απαισιοδοξία |
- αγιάτρευτο μαράζι irremediable affliction |
- αγιάτρευτη τεμπελιά |
- gnom όταν ένα δυστύχημα είναι αγιάτρευτο, σοφία είναι να το ξεχάσης (Vrettakos) |
- ο ποιητής... πάσχει από τη συνείδηση του αγιάτρευτου ξεπεσμού (Palam) |
- κριτικοί με την αγιάτρευτη μανία του επιστημονισμού και της "ιστορικής" μεθόδου (Melas) |
- είχε γίνει τύπος ξενύχτη από αγιάτρευτο μποεμισμό (id.) |
- τον είχε πιάσει... η αγιάτρευτη ηττοπάθειά του (Terzakis) |
- ο τέτοιος πόνος της νοσταλγίας του ωραίου είναι ~ (Tsatsos) |
- poem έχει πείν' αγιάτρευτη (Stavrou Ar)
- ⓑ unfulfilled, unanswered:
- ~ καημός, αγιάτρευτο μεράκι |
- ο πόθος έμεινε ~ |
- ~ έρωτας (σεβντάς)
- ② uncured (syn αθεράπευτος, που δε γιατρεύτηκε):
- γύρισε από το νοσοκομείο ~ |
- folks. με την πληγή του αγιάτρευτη σηκώθηκε να φύγη
[fr MG αγιάτρευτος, a cpd w. γιατρευτός: γιατρεύω ← K ἰατρεύω 'heal, treat'; cf K ἀνιάτρευτος 'uncured; incurable']
- ① past cure, incurable (syn αθεράπευτος, L ανίατος, L ανεπίδεκτος θεραπείας, που δεν παίρνει γιατρειά, που δε γιατρεύεται):