Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιάτρευτα [ayátrefta] adv
- ① incurably (syn αθεράπευτα):
- ~ άρρωστος |
- την είχε για... ~ σακατεμένη (Myriv) |
- μου 'φυγε η σούβλα από το μυαλό που με περόνιαζε πονετικά και ~ (PPapachristodoulou)
- ② fig irreparably, irremediably, utterly, altogether (syn τελείως, απόλυτα):
- ~ εγωιστής |
- μια ~ ρομαντική ψυχή |
- ο καβγάς μεγάλωσε ~ |
- έξαφνα η ~ σχολαστική μου πένα πήρε τον κατήφορο (Palam) |
- είχε τεμπελιάσει ~ (Xenop) |
- τα μάτια της κοιτάζουν πέρα μακριά, ~ θλιμμένα (Kazantz) |
- γέμισε χώμα το αχόρταγο στόμα που ~ διψασμένο ρωτούσε (id.) |
- η εξοικείωσή του στο μαρτύριο σημάδεψε βαθιά κι ~ το χαρακτήρα του (Katrakis) |
- ο Mαναγής έχει χτυπηθή ~ από την αποκάλυψη του θανάτου (Prevelakis).
- ① incurably (syn αθεράπευτα):