Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιάρι [ayári] το, region.
- checking or regulation of the precise function of mechanisms such as clocks, scales etc:
- κάνω το καντάρι ~ adjust the steelyard |
- κάνει ~ το νου του he thinks out sth accurately
[fr Turk ayar 'regulating, fixing, adjusting'; 'accuracy']
- checking or regulation of the precise function of mechanisms such as clocks, scales etc: