Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιάζω [ajázo & ajiázo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1α.κάνω κτ. ιερό, άγιο: Ο παπάς άγιασε τα κόλλυβα / το νερό. H θρησκεία εξανθρωπίζει και αγιάζει την ψυχή του ανθρώπου. ΦΡ ο σκοπός αγιάζει [ajiázi] τα μέσα, η ορθότητα του σκοπού επιτρέπει τη χρήση άπρεπων μέσων. β. ευλογώ κτ. ραντίζοντάς το με αγιασμένο νερό: Φέραμε τον παπά ν΄ αγιάσει το καινούριο μας σπίτι / αυτοκίνητο. || (ειδικότ.) για τον αγιασμό των υδάτων: Tην ημέρα των Θεοφανίων αγιάζονται τα νερά. 2α. γίνομαι άγιος εξαιτίας της ενάρετης ζωής μου ή των βασάνων που υπέφερα: Προσωπογραφίες ανθρώπων που έζησαν στη γη κι άγιασαν. Aυτός άμα πεθάνει θ΄ αγιάσει. ΦΡ θέλω ν΄ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ΄ αφήνουν, οι πειρασμοί είναι πολλοί. σφάξε με, αγά μου, ν΄ αγιάσω, για κπ. που επιζητεί το μαρτύριο, για να δοξαστεί. β. (σε ευχές) είμαι ευλογημένος: N΄ αγιάσει το στόμα σου. N΄ αγιάσουν τα χέρια σου. || να συγχωρεθούν οι αμαρτίες κάποιου: Nα αγιάσουν τα κόκαλα του πατέρα σου / τα πεθαμένα σου. 3. (μτφ.) αδυνατίζω πάρα πολύ από νηστεία ή αρρώστια: Θ΄ αγιάσεις απ΄ την πολλή νηστεία.
[ελνστ. ἁγιάζω (αρχ. ἁγίζω) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγιάζω.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Kαθαγιάζω, ευλογώ:
- ο Θεός την ημέρα την έφτατη … άγιασεν (Πεντ. Γέν. II 3)·
- β) ραντίζω με αγιασμένο νερό:
- (Διήγ. παιδ. 387)·
- γ) εξαγνίζω:
- να το αγιάσει (ενν. το θεσιαστήρι) από μαγαρισιές παιδιών του Iσραέλ (Πεντ. Λευιτ. XVI 19).
- α) Kαθαγιάζω, ευλογώ:
- 2) Aφιερώνω:
- άγιασεν εμέν παν … άνοιγμα παν μήτρας (Πεντ. Έξ. XIII 2).
- 3) Tιμώ ως άγιο:
- Φύλαγε την ημέρα του Σαββάθ να το αγιάσεις (Πεντ. Δευτ. V 12).
- 1)
- Β´ (Aμτβ.) γίνομαι άγιος, περνώ στη χορεία των αγίων:
- αν σκοτώσουν χριστιανούς, αγιάζουσιν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 790).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Iερός:
- πράγμαν αγιασμένον (Aσσίζ. 40625).
- 2) Άγιος:
- τον ηγιασμένον πατριάρχην (Iστ. πατρ. 1235).
- 1) Iερός:
[μτγν. αγιάζω. H λ. και σήμ.]
- Α´ Mτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιάζω [ayázo] άγιασα, rare impf αγίαζα, aor αγίασα), αγιάστηκ(α)ε, ppp αγιασμένος
- ① trans render holy, sanctify, bless:
- τον αγιάσαν οι πράξεις του |
- gnom phr ο σκοπός αγιάζει τα μέσα the end justifies the means |
- ωστόσο και τα μέσα κάποτε αγιάζουν το σκοπό (KPolitis) |
- ο παπάς θ' άγιαζε τα νερά για την καλοριζικιά της επιχείρησης (Myriv) |
- και το τρισάγιό σου σ' αυτούς που πήγαν από βόλι έχει τη δύναμη ν' αγιάση τον αμαρτωλό (Vlachogiannis) |
- ο Θεός ν' αγιάση τα χεράκια σου που την ξέκανες (Nirvanas) |
- (η θρησκεία) και την εξανθρωπίζει (sc την ψυχή) και την αγιάζει (Tatakis) |
- ο πολιτισμένος άνθρωπος... αγίασε με παραστάσεις και σύμβολα λατρείας τη μόνιμη διαμονή (Papanoutsos) |
- ο γάμος αγιάστηκε και απ' αυτήν ακόμη την αυστηρή ηθική του χριστιανισμού (id.) |
- ο παπάς άγιασε τα κόλλυβα, άγιασε το νερό |
- των Φώτων θ' αγιαστούν τα νερά on Epiphany day the waters will be blessed |
- poem μην είδετε την ομορφιά που την Kοιλάδα αγιάζει (Solom) |
- είμαι το πάθος, η φωτιά που καίει κι όλα τ' αγιάζει (Palam) |
- άγιασε τα χώματα | μ' άγια μύρα (Agras) |
- η γέννησή σου το άγιασε το καθετί στη φάτνη (Skipis)
- ⓐ of the priest, bless by sprinkling w. holy water (αγιασμός) on Epiphany day (syn φωτίζω):
- ο παπάς άγιασε όλα τα δωμάτια του σπιτιού |
- αγιάζανε στα χωριά και στα μαντριά (Prevelakis)
- ② intr become holy, be sanctified (of things):
- ν' αγιάση η ψυχή της μανούλας σου! (blessing) |
- ν' αγιάση το χώμα του πατέρα σου! (id.) |
- άγιασαν τα νερά (at Epiphany) |
- ν' αγιάσουν τα πεθαμένα σου! (would that remission of sins be given to your dead relatives) |
- πάω στον Άγιο Tάφο ν' αγιάσω (to obtain remission of my sins) |
- αγκωνάρι του σπιτιού η νοικοκυρά, φιλούμε τα χέρια της που αγιάσανε στο μόχθο (Palaiologos)
- ⓑ become a saint (through virtuous living):
- άμα πεθάνη θ' αγιάση |
- prov phr θέλω ν' αγιάσω κ' οι διαόλοι δε μ' αφήνουν (life's tempations are too many for one to be virtuous) |
- ήσαν προσωπογραφίες ανθρώπων που έζησαν στη γη και αγίασαν (Michelis) |
- ο ψυχοπατέρας του είχεν αγιάσει ζωντανός (Prevelakis) |
- folks. δε θέλω γω παράδεισο, δε θέλω γω ν' αγιάσω |
- poem γίνεται ν' αγιάζη ο διάβολος ποτέ του; (Gryparis)
- ⓒ become skinny, emaciated and pale (like an ascetic saint) (syn αδυνατίζω πολύ, είμαι σαν άγιος):
- άγιασε ο γεράκος, έμεινε πετσί και κόκκαλο |
- θ' αγιάσης από την πολλή νηστεία
[fr MG ← K ἁγιάζω 'sanctify, hallow, consecrate']
- ① trans render holy, sanctify, bless: