Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιάζι το [ajázi] Ο44α : 1.υγρασία που συνοδεύεται από διαπεραστικό κρύο: Tουρτούριζε από το πρωινό ~. Tο ~ της νύχτας. 2. πάχνη: Tο ~ έκαψε τις τριανταφυλλιές.
[τουρκ. ayaz -ι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιάζι [ayázi] το,
- ① night or morning cold; cold current of air (syn ψυχρός αέρας):
- επάγωσα ολόκληρος από τ' ~ |
- ξυλιάσαν τα χέρια μου από τ' ~ |
- σύκα κρύα ακόμα από τ' ~ της νύχτας (Myriv) |
- τ' ~ της νύχτας περουνιάζει τα κόκκαλα (AVlachos) |
- μια μαύρη οχιά, παγωμένη ακόμη από το ~ της νύχτας (Lazaridis) |
- poem ξύπνα, με περουνιάζει φαρμακερό τ' ~ (Malakasis) |
- φυσάει πικρό τ' ~ | στο δρόμο |
- απόγειο πιάνει (Agras) |
- τα καρπούζια τρίζαν απ' το νύχτιο ~ (Ritsos) |
- το ίδιο εσένα σε τρομάζει και το λιοπύρι και το ~ (Zevgoli)
- ② frost, rime (syn δροσόπαγος, πάχνη):
- τα λουλούδια τα 'καψε τ' ~ |
- το ~ μας έκαψε τις τριανταφυλλιές |
- ακούμπησα στην κουπαστή, βρεγμένη από τ' ~ |
- folks. ο κρίνος έχει εννιά αδερφούς κι ανοίγουν με τ' ~ |
- poem στου χωραφιού το χώμα το έτοιμο, | που ήπιε το ~ της αυγής (Skipis) |
- να κόψη καλαμιές μέσ' από την καταχνιά ή να καρπίση με το ~ (Karantonis) |
- ~ ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του! (Elytis) |
- χιόνι κι ~ ρίχνει (MDimakis)
[fr Turk ayaz 'frost; dry cold']
- ① night or morning cold; cold current of air (syn ψυχρός αέρας):