Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγελαδοτρόφος ο [ajelaδotrófos] Ο18 θηλ. αγελαδοτρόφος [ajelaδotró fos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την αγελαδοτροφία.
[λόγ. αγελαδ- (δες αγελάδα) -ο- + -τρόφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγελαδοτρόφος [ayela∂otrófos] ο, (L)
- cattle breeder, dairy farmer, dairy man:
- συνεταιρισμός αγελαδοτρόφων
- ⓐ dairy farm worker.
- cattle breeder, dairy farmer, dairy man: