Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγελαδοτροφία η [ajelaδotrofía] Ο25 : η συστηματική εκτροφή αγελάδων.
[λόγ. αγελαδοτρόφ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγελαδοτροφία [ayela∂otrofía] η, (L)
- cattle breeding; dairy farming (syn αγελαδοκομία) .