Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγελάδα η [ajeláδa] Ο26 : 1.μεγαλόσωμο μηρυκαστικό τετράποδο με κέρατα, το θηλυκό του βοδιού, που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας και το γάλα του· (πρβ. ταύρος, μοσχάρι): Ένα κοπάδι αγελάδες έβοσκε στο χωράφι. Mαλτέζικη* ~. ΦΡ η εποχή / η περίοδος των ισχνών / παχιών αγελάδων, για περίοδο φτώχειας / πλούτου. 2. (μτφ., προφ.) παχύσαρκη και άσχημη γυναίκα.
αγελαδίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. αγελάδα (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. ή μσν. ἀγελάς, αιτ. -άδα (ενν. βοῦς ἡ: δες στο βόδι, φορβάς ἡ: δες στο φοράδα) `θηλυκό ζωντανό που ζει σε αγέλη και όχι σε στάβλο΄· αγελάδ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγελάδα η.
-
- Aγελάδα:
- (Πανώρ. Γ´ 397).
[θηλ. επίθ. αγελάς (βους) (Σχολ., L‑S Suppl., DGE) ως ουσ., από τον 11. αι. (LBG)· πβ. και Θαβώρης 1969: 87. H λ. στο Meursius και σήμ.]
- Aγελάδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγελάδα [ayelá∂a] η, (& γελάδα)
- ① cow:
- κτηνοτροφία αγελάδων |
- prov σαν τη γελάδα | με την καρδάρα, | μια κλωτσιά της δίνει | και τη χύνει he destroys a fine piece of work or establishment just completed |
- εποχή των παχιών αγελάδων, εποχή των ισχνών αγελάδων (L) fat years, lean years |
- poem και με μούγκρισμα η γελάδα | αποκριέται ερωτικά (Solom) |
- και σέρνουν τα φοράδια τους και βόιδια και αγελάδες (Palam) |
- αγαθά σκύψανε τα ζώα, μοσκάρια και αγελάδες (Elytis)
- ② fig είναι ~ έγινε σαν ~ of a woman, she is ~, has become corpulent, an old cow:
- τρώει σα γελάδα she is an excessive eater |
- corpulent and sluggish woman
- ③ person being exploited:
- τον έχει ~ και τον αρμέγει he milks him
- ④ synecd cowhide:
- αυτό το δέρμα είναι ~ Aμερικής
[fr MG αγελάδα ← K ἀγελάς, this fr -άς βοῦς]
- ① cow:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγελαδάκι [ayela∂áci] το,
- heifer (syn αγελαδίτσα, αγελαδούλι, δαμαλάκι) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγελαδάρης ο [ajelaδáris] Ο11 θηλ. αγελαδάρισσα [ajelaδárisa] Ο27 & γελαδάρης ο [jelaδáris] Ο11 θηλ. γελαδάρισσα [jelaδárisa] Ο27 : βοσκός αγελάδων.
[αγελάδ(α) -άρης· αγελαδάρ(ης) -ισσα· γελάδ(α) -άρης· γελα δάρ(ης) -ισσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγελαδάρης [ayela∂áris] ο, (& γελαδάρης)
- ① cowherd, cowboy (syn αγελαδοβοσκός):
- βοηθός του γελαδάρη cowboy; herdboy |
- folkt το παιδί το έστειλε έξω, σαν αγελαδάρη να πούμε (Megas) |
- καμιά φορά πήγαινα στον αγελαδάρη περισσεμένες κονσέρβες (Lountemis) |
- poem κ' οι αγελαδάρηδες που ακοίμητοι αγραυλούνε | μετράνε τ' άστρα (Xydis) |
- ~ ήμουν, μια παλιοζωή θα πης (Kaftandzis)
- ② zoo (cattle) egret, Bubulcus ibis.
- ① cowherd, cowboy (syn αγελαδοβοσκός):