Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγρίφι [aŋgrífi] το, (& γγρίφι & αγγρίθι) region. & lit
- ① hook, hanger (syn γάντζος, τσιγκέλι):
- κρέμασε το κρέας στο ~
- ② splinter:
- το αροκάνιστο ξύλο έχει αγγρίφια |
- fig scoffer, banterer (syn σκώπτης L, πειραχτήριο) |
- είναι ~
- ③ sharp point, jagged edge, of stones, rock:
- ξέρου απ' όξου... όλες τις ξέρες και τα γγρίφια και τα θαλάμια (Papadiam) |
- ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τ' αγγρίφια τους (Kazantz) |
- folks. αν ίσως και μ' απαρνιστής και πάη αλλού η φιλιά σου | τ' αγγρίφια της περιγιαλιάς να φαν την κορμαλιά σου.
- ① hook, hanger (syn γάντζος, τσιγκέλι):