Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγούρι το [aŋgúri] Ο44 : 1.μακρύ πράσινο σαρκώδες λαχανικό που τρώγεται ωμό συνήθ. σε σαλάτα. 2. (λαϊκ., μτφ.) α. δύσκολη περίπτωση, δυσχέρεια: Πολύ ~ είναι αυτή η δουλειά. β. άχαρος, σαχλός, ανόητος: Στέκεται σαν ~. || (ως επιφ., συνήθ. στον πληθ.) αγγούρια!, χαρακτηρίζει ανόητο, σαχλό κτ. που ειπώθηκε.
αγγουράκι το YΠΟKΟΡ: ~ τουρσί. [μσν. αγγούρι(ν) < ελνστ. *ἀγγούριον (δες στο αγριάγγουρο) < αραβ. ΄agur (σύγκρ. και αντζούρι) ή περσ. angarah με τροπή [a > u] από επίδρ. του [ŋg] και του [r] ]
- αγγούρι [aŋgúri] το,
- ① cucumber, the fruit of Cucumis sativus:
- είναι δροσερό σαν ~ |
- phr αγγούρια! (that is a lie or nonsense; syn κολοκύθια)
- ② obstacle, difficulty (syn δυσκολία, εμπόδιο):
- τα βρήκε αγγούρια he met w. difficulties (syn τα βρήκε μπαστούνια) |
- εδώ (or αυτό) είναι το ~ that is the difficulty |
- αυτή η δουλειά είναι ~ this task is difficult |
- ξεφύτρωσε ένα μεγάλο ~ |
- νικάει... η ευγένεια των Aθηναίων, αλλά παρουσιάζεται καινούργιο ~... πρέπει να εξευμενισθή και η Ήρα (Papatsonis)
- ③ fig, region. membrum virile
- ④ zoo ~ της θάλασσας sea cucumber, holothurian
[fr MG αγγούριν (-ούριον 6th c.), this fr attested MG άγγουρος, byform of MG άγουρος 'unripe' ← AG ἄωρος (sc πέπων)]
- ① cucumber, the fruit of Cucumis sativus:
- αγγουριά η [aŋgurjá] Ο24 : φυτό που οι μίσχοι του ξετυλίγονται παράλληλα με το έδαφος και που καρπός του είναι το αγγούρι.
[μσν. αγγουρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγγουρέα < αγγούρ(ιν) -έα > -ιά]
- αγγουριά [aŋgurjá] η, bot
- cucumber vine, Cucumis sativus
[fr late MG αγγουρέα]
- αγγουρίδα η,
- βλ. αγουρίδα.
- αγγουρίλα [aŋguríla] η,
- smell of cucumber:
- μυρίζει ~.
- smell of cucumber:
- αγγούριν το· αγγούρι.
-
- O καρπός της αγγουριάς:
- (Eρωτοπ. 8).
[<ουσ. άγγουρον (ουδ. του επιθ. άγγουρος ως ουσ.· βλ. Kahane, GR ΙΙ 28, LBG) + κατάλ. ‑ι(ο)ν· πβ. και Θαβώρης 1969: 56. T. ‑ιον τον 6. αι. (Kahane, ό.π.· βλ. και LBG, λ. ‑ιον). Ο τ. στο Meursius (αγκούρη, λ. ‑ιον) και σήμ.]
- O καρπός της αγγουριάς:
- αγγουρίτσιν το.
-
- Mικρό, τρυφερό αγγούρι:
- δροσερό αγγουρίτσιν (Περί γέρ. 166).
[<ουσ. αγγούριν + κατάλ. ‑ίτσιν]
- Mικρό, τρυφερό αγγούρι: