Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγουριά η [aŋgurjá] Ο24 : φυτό που οι μίσχοι του ξετυλίγονται παράλληλα με το έδαφος και που καρπός του είναι το αγγούρι.
[μσν. αγγουρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγγουρέα < αγγούρ(ιν) -έα > -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγουριά [aŋgurjá] η, bot
- cucumber vine, Cucumis sativus
[fr late MG αγγουρέα]