Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγουράκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αγγουράκι το.
  • Mικρό αγγούρι·
    • (μεταφ.) το ανδρικό μόριο:
      • (Δεφ., Λόγ. 441).

[<ουσ. αγγούρι + κατάλ. άκι. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγουράκι [aŋguráci] το,
  • little cucumber, gherkin:
    • αγγουράκια τουρσί pickled gherkins

[fr late MG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες