Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγλοφέρνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγλοφέρνω [aŋgloférno]
  • employ English life style, be like or imitate the English (syn αγγλίζω, εγγλεζοφέρνω) .
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες