Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγλομαθής -ής -ές [aŋglomaθís] Ε10 : που ξέρει αγγλικά: Σχολές αγγλομαθών γραμματέων.
[λόγ. Άγγλ(ος) -ο- + -μαθής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγλομαθής, -ής, -ές [aŋglomaθís]
- versed in English; used also as a noun (syn γνώστης της αγγλικής) .