Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγλικός -ή -ό [aŋglikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται στην Aγγλία ή στους Άγγλους ή που προέρχεται από αυτή· εγγλέζικος· (πρβ. βρετανικός): Aγγλική κτήση / αποικία / λίρα / πολιτική / βιομηχανία. Aγγλικό εμπόριο / χιούμορ / φλέγμα. ~ λαός / πολιτισμός. Aγγλικό κόρνο. || (ως ουσ.) τα αγγλικά, η αγγλική, η αγγλική γλώσσα: Είναι καλά τα αγγλικά σου;
αγγλικά ΕΠIΡΡ σε αγγλική γλώσσα: Είναι γραμμένο ~. [λόγ. Άγγλ(ος) -ικός < λατ. πληθ. Angli]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγλικός, -ή, -ό [aŋglikós]
- English (syn εγγλέζικος):
- αγγλική γλώσσα |
- αγγλική λίρα pound sterling |
- ο ~ λαός |
- αγγλικό χιούμορ |
- αγγλική πολιτική |
- αγγλικό εμπόριο, αγγλικά προϊόντα, αγγλικό ύφασμα |
- αγγλικό κλειδί screw wrench, spanner (syn γαλλικό κλειδί) |
- mus αγγλικό κόρνο English horn |
- ~ τόνος long ton (2240 lbs) |
- poem το καράβι πότε αράχνει | εισέ θάλασσα αγγλική; (Solom).
- English (syn εγγλέζικος):