Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγλικανισμός ο [aŋglikanizmós] Ο17 : το δόγμα της αγγλικανικής εκκλησίας.
[λόγ. < αγγλ. Anglicanism (-ism = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγλικανισμός [aŋglikanizmós] ο, eccl
- the doctrine of the Anglican Communion, Anglicanism.