Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελόπουλο [aŋɟelópulo] το,
- little angel, cherub (as depicted in paintings) (syn in αγγελάκι):
- αγγέλοι κι αγγελόπουλα παίζανε μουσικές, λαγούτα και βιολιά (Loukatos) |
- ένα παιδάκι όμορφο σαν ~| prov η χελώνα το παιδί της ~ το κράζει |
- μικρά ροδομάγουλα συννεφάκια σαν αγγελόπουλα πρόβαιναν από την άκρα τ' ουρανού (Kazantz) |
- poem Ποια είν' η νύφη; ―Περιστέρα, ~, θεά (Markoras)
[der of άγγελος; cf MG αγγελοπούλα]
- little angel, cherub (as depicted in paintings) (syn in αγγελάκι):