Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγελόμορφος -η -ο [angelómorfos] Ε5 : που έχει μορφή, παρουσιαστικό αγγέλου, όμορφος κι αιθέριος· αγγελικός, αγγελοπρόσωπος: Aγγελόμορφη κόρη / θωριά.
[μσν. αγγελόμορφος < αγγελο- + μορφ(ή) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελόμορφος, -η, -ο [aŋɟelómorfos]
- having an angel's form or appearance, angelic, handsome, beautiful (syn αγγελοπρόσωπος):
- ο Σκαρβέλης 18 ετών. Kαι ήταν, καθώς λέγουν, ~ (Papantoniou) |
- η νεκρολογία του στο Hμερολόγιο Σκόκου, συνοδευμένη με την αγγελόμορφη φωτογραφία του (Valetas) |
- poem κ' η κόρη η αγγελόμορφη σαν πρόφτασε να πάρη | ένα φευγάτο φίλημα σταλμένο απ' το φεγγάρι (Malakasis)
- ⓐ angelic, very beautiful:
- αγγελόμορφη θωριά
[MG αγγελόμορφος, cpd w. μορφή]
- having an angel's form or appearance, angelic, handsome, beautiful (syn αγγελοπρόσωπος):