Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελούδι [aŋɟelú∂i] το,
- ① little angel, angelet, cherub (syn αγγελάκι 1, μικρός άγγελος):
- ζωγραφίζω ένα ~ |
- η Παναγία κατέβαινε συνοδευμένη από πλήθος αγγελούδια (Kanellop) |
- folks. έχει και νιες, έχει και νιους, παιδιά σαν αγγελούδια |
- poem αγγελουδιών ειρηνοφόρα πλήθια (Karyotakis) |
- ως εξαφτέρουγο ~ (TBarlas) |
- ... ένα τέκνο αρσενικό, όμορφο σαν τ' αγγελούδια τα πουπουλοφτέρωτα (LKarakasis)
- ⓐ deceased child regarded as an angel:
- την παίρνει (την άσπρη σκόνη) για ζάχαρη και πέφτει κάτω με σπασμούς. Mετά δέκα λεπτά είναι ~ (Melas) |
- folks. αλάφρυνε, γη, αλάφρυνε το χώμα στ' ~ |
- poem ομοίως τ' αγγελούδια, ανέσπερα αστέρια, | του Πλάστη απ' τα χέρια, εβγαίναν λαμπρά (Solom) |
- να τ' ~ και να το τραγούδι που κάνει και κλαίμε! (Palam)
- ⓑ meton wiched fellow:
- αυτά... τα δυο αγγελούδια πρόσεξε... ένα βράδυ η αστυνομία (Psathas)
- ② as a term of endearment for a beautiful child (syn αγγελάκι 2):
- πλάι του γυναίκα ωραία... μοιράζεται μαζί του τη μοναξιά... γεμίζοντας το σπίτι με αγγελούδια (Melas) |
- poem και πόσες λουλουδίζουνε αγγελουδιών μητέρες! (Palam) |
- ... πρώτη φορά του δείχνει αφτέρωτο ~ οπού βυζαίνει (Markoras) |
- κι ο ύπνος... νανουρίζει τ' αγγελούδια στις κούνιες (KZampathas)
[der of άγγελος]
- ① little angel, angelet, cherub (syn αγγελάκι 1, μικρός άγγελος):