Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελουδάκι [aŋɟelu∂áci] το,
- little angel, cherub (syn αγγελούδι):
- ήταν κορίτσι δεκαοχτώ χρονώ, δεκαεννιά, σαν ~ (Psichari) |
- iron τα τσίμπησε... η αστυνομία για να διαπιστώση το "πόθεν έσχον" και τ' αγγελουδάκια αποκάλυψαν ότι είχαν μετάσχει σε προσοδοφόρες νυκτερινές επιχειρήσεις (Psathas) the suspicious characters
[der of αγγελούδι]
- little angel, cherub (syn αγγελούδι):