Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγελοσκιάζομαι [angelos
ázome] Ρ2.2β : (λαϊκότρ., λογοτ.) τρομάζω κατά την επιθανάτια αγωνία μου βλέποντας τον άγγελο (το χάρο)· αγγελοκρούομαι, αγγελοθωρώ, αγγελιάζομαι. || τρομάζω πολύ. [αγγελο- + σκιάζω, -ομαι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελοσκιάζομαι [aŋɟeloscázome] region.
- be frightened while dying, supposedly because of seeing the angel of death, stare at a point while breathing one's last, be in death agony
[cpd w. σκιάζω -ομαι]