Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγελοθωρώ [angeloθoró] Ρ10.9α : (λαϊκότρ.) βλέπω τον άγγελο του θανάτου στις τελευταίες στιγμές της ζωής μου· ψυχορραγώ, ξεψυχώ, αγγελοκρούομαι, αγγελοσκιάζομαι, αγγελιάζομαι.
[αγγελο- + θωρώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελοθωρώ [aŋɟeloθoró]
- see the angel of death, breathe one's last, be at one's last, be at death's door (syn αγγελοκρούομαι 2a, αγγελομαχώ, αγκομαχώ, ψυχομαχώ, πνέω τα λοίσθια, χαροπαλεύω) .