Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγελιοφόρο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελιοφόρο [aŋɟeliofóro] adj (& L αγγελιαφόρο)
:
  • ~ πλοίο
  • advice boat, dispatch boat, message boat (syn αβίζο) .
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγελιοφόρος ο [angeliofóros] & αγγελιαφόρος ο [angeliafóros] Ο18 : αυτός που φέρνει μηνύματα, αγγέλματα, ειδήσεις· μαντατοφόρος: Έφτα σε στο αρχηγείο ένας ~ με νεότερες διαταγές. Ο Ερμής ήταν ο ~ των θεών.

[-λια-: λόγ. < αρχ. ἀγγελιαφόρος· -λιο-: τροπή α > ο με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγελιοφόρος [aŋɟeliofóros] ο, η, (& L αγγελιαφόρος)
  • messenger, herald (syn D μαντατοφόρος):
    • επίσης μεγάλη δύναμη έχουν και οι άλλοι αξιωματούχοι του σουλτάνου, αγγελιοφόροι, σύμβουλοι κλ (Vacalop) |
    • σ' έξι μήνες πάει ένας ~ και τον κράζει από τον κατή (Loukatos) |
    • μας τον παρουσιάζει {τον Καραϊσκάκη} να δέχεται τις πληροφορίες του αγγελιοφόρου (Papantoniou) |
    • πέρασε μέσα από το φραγμό των όλμων ένας ~ του συντάγματος (Theotokas) |
    • την ίδια μέρα έφτασε στο στρατηγείο ένας αγγελιαφόρος που ερχόταν ίσια από την Iταλία (Roufos) |
    • η ιστορία είναι... ο ~ της αρχαιότητας (Vrettakos) |
    • δοξολογώ το Θεό, που απελευθέρωσε τη ζωή μας... δίνοντάς μας τη γλώσσα, αγγελιαφόρο των λόγων (id.)
  • ⓐ milit dispatch rider, scheduled messenger.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγελιοφόρος -ος -ο [angeliofóros] Ε14 : που φέρνει μηνύματα, αγγέλματα, ειδήσεις: Aγγελιοφόρο πλοίο.

[λόγ. επίθ. < ουσ. αγγελιοφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες