Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγγελικός, επίθ.
-
- 1)
- α) Που ανήκει στους αγγέλους, που έχει σχέση με αγγέλους:
- φωνή αγγελική (Aρμούρ. 49)·
- β) ωραίος όπως όσα σχετίζονται με τους αγγέλους:
- είχεν θεωρίαν αγγελικήν, μεγάλη εμορφοσύνην (Iμπ. 398)·
- τον αγγελικόν τον ύμνον (Φυσιολ. (Legr.) 247).
- α) Που ανήκει στους αγγέλους, που έχει σχέση με αγγέλους:
- 2) Aγνός, ενάρετος, χρηστός:
- ζωήν αγγελικήν (Iστ. Bλαχ. 1849).
- 3) Kαλογερικός, μοναχικός:
- το σχήμα το αγγελικόν μη το καταφρονήσεις (Iστ. Bλαχ. 1798).
[μτγν. επίθ. αγγελικός. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγελικός -ή -ό [angelikós] Ε1 : 1.που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει στους αγγέλους: Aγγελική ρομφαία. Aγγελικά τάγματα. || Aγγελικό σχή μα, το ένδυμα που περιβάλλεται ο μοναχός ή η μοναχή. 2. (μτφ.) α. όμορφος και αιθέριος· αγγελόμορφος, αγγελοπρόσωπος: Aγγελική μορφή / έκφραση. Aγγελικό κορμί / πλάσμα / πρόσωπο. || Aγγελική φωνή, μελωδική. β. αγνός, άδολος: Aγγελική ψυχή. Είχε κάτι το αγγελικό.
αγγελικά ΕΠIΡΡ: Όμορφος κόσμος, ηθικός, ~ πλασμένος. [ελνστ. ἀγγελικός (αρχική σημ.: `από αγγελιοφόρο΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγελικός, -ή, -ό [aŋɟelikós]
- ① pertaining to, or of, angels, fitting angels, angelic:
- ~ ύμνος, ~ αίνος |
- αγγελική ψαλμωδία angelic psalmody |
- φόβοι... ταράζουν την αγγελική μορφή της αδελφής Λευκής (Papatsonis) |
- γαλήνη αγγελική (Venez) |
- ελπίζω πως θα διαβάσης με κάποιαν αγγελική συγκατάβαση το σημερινό μου... ευχητήριο (Palam) |
- μήτε ένοιωθε τι θα πη κι από πού μπορούσε να είναι η αγγελική της εκείνη η λύπη (Psichari) |
- το λάλημα αυτό πόμοιαζε σαν αγγελικό δεν ήταν τάχα δικό του (Christovasilis) |
- το παιδάκι... είχε μιαν ομορφιά σαν υπερκόσμια, μια έκφραση αιθέρια, κάτι το αγγελικό (Xenop) |
- δεν ξέρω αγγέλους στην τέχνη τόσο αγγελικούς όσο το στρατιωτάκι του Μονάχου (Papantoniou) |
- οι δύο ακρότατοι τύποι των αγίων που μεταχειρίζεται {η τέχνη του Aγίου Όρους} |
- ο ~ κι ο ασκητικός τύπος (id.) |
- ένοιωθα τώρα στη μορφή του κάτι που δεν ήτανε μονάχα ανθρώπινο, μα και αγγελικό, σαν να βρισκότανε κιόλας η ψυχή του ανάμεσα στο ενθάδε και στο επέκεινα (Theotokas) |
- τέταρτο είναι το αγγελικό δαιμόνιο, αν δεν αποτελή υπέρβαση λόγου το σχήμα τούτο (Panagiotop) |
- poem... και μακρομύτες λόγχες | με τα μικρά διχαλωτά φλάμπουρα που γραμμένος ο ~ απάνου τους σαλεύει Ταξιάρχης (Palam) |
- κ' ήσουν σα να είδες μακριά, στα ειρηνεμένα αστέρια, | κατάσπρα αγγελικά φτερά (Panagiotop) |
- σα μια διαδήλωση από αγγελικά οράματα (NPappas) |
- Παντάνασσα, οι χρυσοί ας ανοίξουν θόλοι, | να βγούνε απ' το ηλύσιο περιβόλι, στρατιές αγγελικές (TBarlas)
- ② pertaining to a monastic order (syn καλογερικός, μοναχικός):
- ~ βίος monastic life |
- αγγελικό σχήμα monastic habit |
- πέρασ' ένα παιδί του σεμινάριου, πικρό και φλογερό κάτω απ' τ' αγγελικό του σχήμα (TAthanasiadis) |
- το επικείμενο αγγελικό σχήμα της πεντάμορφης καλογριούλας... πέτυχε ν' ανάψη επταπλάσια τον πόθο του (Papatsonis) |
- ο Βοκκάκιος... παρουσιάζει... τους μοναχούς που κάτω από το αγγελικό σχήμα τους ήταν διαβόλοι (Kanellop) |
- πρέπει να 'ναι ο Φρα Aντζέλικο που από την αγγελική του τεχνοτροπία καταγόταν ο Πιντουρίκκιο (id.) |
- αγγελική πολιτεία (η κοινότητα των μοναχών) (Tatakis) |
- poem στο μοναστήρι ντύθηκε τ' αγγελικό το σκήμα (Palam)
- ③ angelic, virtuous, chaste, good, honest:
- αγγελική φύση (ant διαβολική φύση) |
- ο ~ του κόσμος |
- αγγελική μορφή |
- με την αγγελική της ψυχή μ' έμαθε κ' εμένα να γενώ καλύτερος (Kondylakis) |
- και τι ύπνος ατάραχος, ~, μακάριος! (Xenop) |
- είναι διάχυτη ανάμεσα στις γραμμές της {της βιογραφίας} όλη η γοητεία της μορφής του, το θέλγητρο της αγγελικής καρδιάς του (Melas) |
- να "εγγυηθή" στον Βενιζέλο η Σόφια (i.e. the Bulgarian government) είχε τις αγγελικότερες των προθέσεων απέναντί μας (Roussos) |
- poem κ' η αγγελική ψυχή σου | φωνή και μάτια εγύρισε κατά τον ουρανό (Solom) |
- ~ ως ήτανε πάντοτε και γαλήνιος (Skipis) |
- το αγγελικό είχες μήνυμα να φέγγης φως στα μάτια (SPasagiannis)
- ④ handsome or beautiful as an angel, of angelic beauty, divine, majestic, angelic, of voice, stature, gait etc:
- αγγελική μορφή angelic physiognomy |
- αγγελικό κορμί angelic figure |
- αγγελικά μάτια |
- αγγελικό χαμόγελο |
- αγγελικό στήθος |
- μια έκφραση αγγελική |
- περνούν ζωή αγγελική |
- αγγελικό πρόσωπο |
- αγγελική κορμοστασιά angelic stature |
- έναν κόσμο σχεδόν αγγελικόν που βασιλεύει αδιατάραχτη γαλήνη ιερουργική (Melas) |
- τι κράμα... αγγελικής χάρης και διαβολικής διαπεραστικότητας (id.) |
- άρχισε ν' απαγγέλλη κάτι στίχους... για μιαν αγγελική κόρη με ξέμπλεκα ξανθά μαλλιά (Theotokas) |
- την Aνάσταση την είχε φαντασθή με τη μορφή μιας αγγελικής παρθένας (Thrylos) |
- μια ξανθούλα με αγγελικά μαλλάκια (Charitaki) |
- folks. τ' αγγελικό σου το κορμί πώς να το θεωρήσω; |
- με μια φωνή αγγελικιά τα πάθη της δηγάται |
- poem πέστε αν είδετε ποτέ σας |...|...| τέτοια αγγελική θωριά (Solom) |
- είχε το βλέμμα ο νέος προσηλωμένο | στ' αγγελικό | περίλυπο κοράσι (Markoras) |
- στα δύο της χέρια κλίνοντας τ' αγγελικό κεφάλι (id.) |
- αγγελικό και μαύρο φως, | γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου (Seferis) |
- χαριτωμένες ύπαρξες, πλάσματα αγγελικά (Malakasis) |
- μες σε καράβια σύγνεφα που ξεκινούν κι αγάλι | τ' αγγελικά σας κάλλη | τα πάνε κάπου αλλού (id.) |
- σε μια σπηλιά τα σώματά τους | επέταξε τ' αγγελικά (Skipis)
[fr MG ← K ἀγγελικός]
- ① pertaining to, or of, angels, fitting angels, angelic: