Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειοσυσταλτικός -ή -ό [angiosistaltikós] Ε1 : (ιατρ.) που προκαλεί συστολή των αιμοφόρων αγγείων. ANT αγγειοδιασταλτικός: Aγγειοσυσταλτικά νεύρα / φάρμακα.
[λόγ. αγγειο- 2 + συσταλτικός μτφρδ. γαλλ. vaso-constricteur]