Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειοπλαστικός -ή -ό [angioplastikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στην αγγειοπλαστική ή στον αγγειοπλάστη: ~ πηλός / τροχός. Aγγειοπλαστική άργιλος / κόλλα / τέχνη. Aγγειοπλαστικά εργαλεία.
[λόγ. αγγειοπλάστ(ης) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγειοπλαστικός, -ή, -ό [aŋɟioplastikós]
- of potter or pottery, potter's:
- αγγειοπλαστική άργιλος or ~ πηλός potter's clay |
- αγγειοπλαστικά εργαλεία potter's tools |
- ~ τροχός potter's wheel |
- αγγειοπλαστική και κεραμεική τέχνη |
- αγγειοπλαστική κόλλα slip
[der of αγγειοπλάστης]
- of potter or pottery, potter's: