Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειοπλάστης ο [angioplástis] Ο10 : τεχνίτης που κατασκευάζει πήλινα αγγεία.
[λόγ. αγγειο- 1 + πλάστης κατά το ελνστ. χαλκοπλάστης `επεξεργαστής χαλκού΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγειοπλάστης [aŋɟioplástis] ο,
- potter (syn κανατάς, τσουκαλάς, σταμνάς):
- θα συστήσουμε και στους αγγειοπλάστες να είναι πιο ξέθαρροι στο γράψιμο ευχάριστων ρητών πάνω στα πήλινα είδη (Loukatos) |
- ο απόστολος Παύλος παρομοιάζει το Θεό με αγγειοπλάστη που τον ένα τον κάνει σκεύος κοινό και τον άλλο "σκεύος εκλογής" (Papanoutsos).
- potter (syn κανατάς, τσουκαλάς, σταμνάς):