Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγειολογία [aŋɟioloyía] η,
- ① anc art study of pottery
- ② anat study of the vessels of the human body, angiology
[fr K]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειολογία 1 η [angiolojía] Ο25 : κλάδος της αρχαιολογίας που μελετά τα αγγεία.
[λόγ. αγγειο- 2 + -λογία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειολογία 2 η : (ιατρ.) κλάδος της παθολογίας που μελετά την καρδιά και τα αγγεία του σώματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀγγειολογία `εγχείρηση στις φλέβες΄ σημδ. γαλλ. angiologie (< angio- = αγγειο- 2 + -logie = -λογία)]