Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγειογράφος [aŋɟioγráfos] ο, η,
- vase painter, painter of pottery:
- σ' ένα γαμικό λέβητα... παράστησε ο ~ τα επαύλια, τη δεύτερη ημέρα του γάμου (SKarouzou) |
- εκτός από το κεφάλι με το μακρύ γένι του έδωσε και ανθρώπινα χέρια ο ~ (id.).
- vase painter, painter of pottery:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειογράφος 1 ο [angioγráfos] Ο18 : αυτός που ζωγραφίζει πάνω σε αγγεία 1: Ο ανώνυμος ~ έδωσε ιδιαίτερη χάρη και κίνηση στις παραστάσεις του αμφορέα.
[λόγ. αγγειο- 1 + -γράφος 1]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειογράφος 2 ο : (ιατρ.) όργανο κατάλληλο για την αγγειογραφία 2.
[λόγ. αγγειο- 2 + -γράφος 2]