Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγείωμα το [angíoma] Ο49 : (ιατρ.) αγγειακή αλλοίωση που αποτελείται από μάζες αιμοφόρων αγγείων που διεισδύουν σε ιστούς.
[λόγ. < νλατ. angioma < αρχ. ἀγγεῖ(ον) -oma = -ωμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγείωμα [aŋɟíoma] το, med
- angioma:
- παραμορφωτικό ~ (a red spot on the skin) deforming angioma.
- angioma: