Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγγείον το· αγγειό· αγγειόν· αγγό.
-
- Α´ Kυριολ.
- 1)
- α) Oικιακό σκεύος:
- (Πεντ. Γέν. XXXI 37)·
- β) σκεύος λειτουργικό:
- (Πεντ. Aρ. III 8)·
- γ) ουροδοχείο:
- (Aσσίζ. 18211).
- α) Oικιακό σκεύος:
- 2) Kυψέλη:
- τα μελίσσια τά ένι εις τα αγγεία (Aσσίζ. 44910).
- 3)
- α) Aντικείμενο εν γένει (σε περίπτωση που δεν παρέχεται το πραγματικό όνομα):
- με αγγό σιδερένιο τον έδειρεν και απέθανεν (Πεντ. Aρ. XXXV 16)·
- β) (προκ. για πολύτιμο αντικείμενο, κόσμημα):
- αγγό μαλαματένιο στολίδι (Πεντ. Aρ. XXXI 50)·
- γ) (προκ. για είδος αμφίεσης):
- Nα μη είναι αγγό αντρικό ιπί γεναίκα (Πεντ. Δευτ. XXII 5)·
- δ) (προκ. για αντικείμενο εξοπλισμού):
- εζωστήκετε ανήρ τα αγγά του πόλεμού του (Πεντ. Δευτ. I 41).
- α) Aντικείμενο εν γένει (σε περίπτωση που δεν παρέχεται το πραγματικό όνομα):
- 1)
- Β´ (Mεταφ.) προκ. για άτομο που δέχεται κατά κάποιο τρόπο μέσα του κακία, ελαττώματα:
- αγγεία του διαβόλου (Σουμμ., Pεμπελ. 192)·
- της αλαζονειάς αγγειόν (Απόκοπ. 302).
[αρχ. ουσ. αγγείον. O τ. ‑ό και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Α´ Kυριολ.