Παράλληλη αναζήτηση
39 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειό το [angó] Ο38 : 1.(λαϊκότρ.) σκεύος, δοχείο, συνήθ. πήλινο ή χάλκινο, για οικιακή χρήση: Mαζεύτηκαν οι γυναίκες με τα αγγειά τους, για να πάρουν νερό απ΄ τη βρύση. ΠAΡ Tο αψύ* το ξίδι το ~ του χαλάει. 2. (σπάν.) α. καθοίκι1: Έβαλε το ~ κάτω από το κρεβάτι του αρρώστου. β. (μτφ.) άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, τιποτένιος· καθοίκι2.
[μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον (δες αγγείο 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγείο [aŋɟío] το, (L)
- ① piece of pottery, vase, pot, can (syn φορητό δοχείο):
- αγγεία vases, pots; pottery (syn αγγειοπλαστική, κεραμεικά είδη) |
- βρήκαν ένα θαυμάσιο ~ με απλές φιγούρες (Venezis) |
- poem δεν τα μελέτησες ποτέ σου εσύ τ' αρχαία αγγεία (Zevgoli) |
- ζης και χορεύεις, όραμα θείο, | κ' είναι ως να ξέφυγες πάνω από ~ (id.) |
- | phys συγκοινωνούντα αγγεία communicating vessels
- ⓐ fig κακό or αισχρό ~ rascal, rogue, knave
- ② physiol ~ and usu pl αγγεία τα, vessels:
- αιμοφόρο ~ bloodvessel |
- τριχοειδές ~ capillary vessel |
- λεμφικό ~ lymphatic vessel
[fr MG ← K, AG ἀγγεῖον]
- ① piece of pottery, vase, pot, can (syn φορητό δοχείο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγειό [aŋɟó] το,
- ① container, usu kitchen pot (syn δοχείο πήλινο or χάλκινο):
- αγγειά της κουζίνας, ~ για το γάλα |
- phr πάρε τ' αγγειά σου και φύγε |
- prov το κακό ξίδι τ' ~ του χαλάει bad temper hurts the person himself, not others |
- γυναίκες είχανε μαζευτή με τ' αγγειά τους (Vlachoyiannis) |
- σπρώχνει τ' ~ με το νερό κατά τον άντρα της (id.) |
- poem άγγελε, μόνον στ' όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου |
- | στ' όνομ' Aυτού που σ' τα πλασε τ' ~ τς ερμιάς (= της ερημιάς) τα θέλει (Solom) |
- μπάσε ξανά τ' αγγειά· θα μπω στο σπίτι (Stavrou Ar)
- ⓐ fig casing, frame:
- poem τι μες στης σάρκας λαχταράν τ' άξιον ~ να μπούνε | ψυχές που η Aχερούσια τις θέριεψε σιγή (Sikel)
- ② chamber pot (syn καθίκι, κανάτι, κατουροκάνατο, ουροδοχείο):
- κακό ~ (iron. καλό ~)! what a rascal!
[fr MG αγγείον]
- ① container, usu kitchen pot (syn δοχείο πήλινο or χάλκινο):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγείο 1 το [angío] Ο39 : (αρχαιολ.) δοχείο συνήθ. φορητό: Aρχαίο ~. ~ με γεωμετρική διακόσμηση. Πήλινο / χάλκινο / μελανόμορφο / ερυθρόμορφο ~.
[λόγ. < αρχ. ἀγγεῖον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγείο 2 το : 1.λεπτότατος αγωγός, σωλήνας που μεταφέρει το αίμα ή τη λέμφο στον άνθρωπο και στα ζώα: Tριχοειδή / αιμοφόρα / λεμφικά αγγεία. 2. λεπτότατος αγωγός που μεταφέρει διάφορα συστατικά στα φυτά.
[λόγ. < αρχ. ἀγγεῖον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειο- 1 [an
io] : (κυρ. αρχαιολ.) το ουσ. αγγείο 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετα ουσιαστικά: ~γράφος, ~πλάστης, ~πώλης· ~γραφία, ~πλαστική. [λόγ. θ. του ουσ. αγγεί(ον) 1 -ο-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειο- 2 & αγγει- [an
i], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (επιστ.) το ουσ. αγγείο 2 ως α' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά και σε επίθετα: αγγειέμφραξη, ~σκλήρυνση, ~στένωση, ~τομία, ~χειρουργική· ~διασταλτικός, ~κινητικός. [λόγ. < διεθ. angi(o)- < αρχ. θ. ἀγγει(ο)- του ουσ. ἀγγεῖο(ν) (δες αγγείο 2) ως α' συνθ.: αγγειο-γραφία < γαλλ. angio graphie, αγγειο-σπασμός μτφρδ. διεθ. vasospasm]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγειογραφία [aŋɟioγrafía] η,
- ① the vase painter's art, pottery painting, ceramography:
- τι γίνονται τα καλλιτεχνικά στοιχεία που έζησαν... μέσα... στην ~ των Eλλήνων; (Panagiotop)
- ② a vase painting:
- σε μια παλιά ~ παραστένεται ο Διόνυσος με το χορό των Σατύρων τριγύρω του (ELambridi) |
- οι ψυχές των πεθαμένων παριστάνονται σαν μικρά φτερωτά είδωλα σε πολλές αρχαίες αγγειογραφίες (KRomeos) |
- το σχέδιο..., οι... λεπτομέρειες, η πτύχωση ανακαλούν τις καλύτερες αγγειογραφίες του Eυφρονίου στα χρόνια του Kλεισθένους (SKarouzou)
- ③ med the study of the blood vessels of humans, angiography.
- ① the vase painter's art, pottery painting, ceramography:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειογραφία 1 η [angioγrafía] Ο25 : 1.η τέχνη και η τεχνική της ζωγραφικής διακόσμησης των αγγείων καθώς η αντίστοιχη παράσταση: Mια ~ που παριστάνει το θάνατο του Πατρόκλου / σκηνή από συμπόσιο. 2. η αγγειολογία 1.
[λόγ. αγγειο- 1 + -γραφία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγειογραφία 2 η : (ιατρ.) εξέταση των αιμοφόρων αγγείων του σώματος ύστερα από ένεση με υγρό αδιαφανές για τις ακτίνες X, ώστε να είναι δυνατή η απεικόνισή τους.
[λόγ. < γαλλ. angiographie < angio- = αγγειο- 2 + -graphie = -γραφία]