Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγέλλω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγέλλω [angélo] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) αναγγέλλω: Tο Σύμφωνο Ειρήνης αγγέλλει μέρες γαλήνης και ευημερίας για τη χώρα. Οι άγγελοι θα σαλπίσουν αγγέλλοντας τη Δευτέρα Παρουσία.

[λόγ. < αρχ. ἀγγέλλω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγέλλω [aŋɟélo] (L) ppr αγγέλοντας, aor
  • only subj αγγείλω; mi αγγέλλομαι; other tenses supplied by αναγγέλλω; announce, make known (syn αναγγέλλω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ):
    • αγγέλλει στην Ευρώπη ημέρες ηλιοφώτιστες, τη φυσική αυγή της ελευθερίας (Palam) |
    • φαντάζεσαι... ότι θα ριψοκινδύνευα ποτέ να ρεζιλευτώ στου Θεοκλήτου αγγέλλοντας ειδήσεις, που θα μπορούσαν να διαψευστούν...; (Roufos) |
    • έτσι... {το Βυζάντιο} θα φθάση, όπως φαίνεται,... ως την ώρα που θα σαλπίσουν οι άγγελοι, αγγέλλοντας τη Δευτέρα Παρουσία (Kanellop) |
    • αγγέλλεται πως σχηματίσθηκε μια επιτροπή με σκοπό να εξασφαλίση τα έξοδα που χρειάζονται για να εκδοθή... το... έργο (Papatsonis) |
    • poem δεν ήρτεν άγγελος απ' την Τροιζήνα | [...] το χαμό για ν' αγγείλη μες στο κύμα | του πιστού της Aρτέμιδας (Sikel) |
    • και όταν ειρήνη αγγέλλουμε, μαχαιροφορεί (Elytis)

[fr K ← AG ἀγγέλλω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες