Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγγάρεμα το [aŋgárema] Ο49 : η ενέργεια του αγγαρεύω και με επέκταση η καταναγκαστική εργασία. || (λογοτ.) αυτός που τον αγγαρεύουν να κάνει κτ.: Ραγιάδες, αγγαρέματα του κάθε δυνατού.
[αγγαρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγγάρεμα [aŋgárema] το,
- ① the forcing of s.o. to work; compulsory work (syn αγγαρεία 1a)
- ② synecd compulsory and unpaid worker:
- poem θεληματάροι, ρογιαστοί, κατάφραχτοι, αλαφρίτες, | του δυνατού αγγαρέματα, μαζώματα του ανέμου, |...|... τους δένεις, | η Πόλη η Bοσπορίτισσα, του Kωσταντίνου η κόρη (Palam)
[der of αγγαρεύω]