Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαρμποσύνη η [aγarbosíni] Ο30α : η έλλειψη κομψότητας, επιδεξιότητας· αγαρμπιά: Tο ντύσιμό του διατηρεί την παλιά επαρχιώτικη ~.
[άγαρ μπ(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαρμποσύνη [aγarbosíni] η,
- ungracefulness, inelegance (syn αγαρμπιά a):
- αγαρμποσύνες παράδοξες |
- πάντα το ντύσιμό του διατηρούσε την παλιά εκείνη επαρχιώτικη ~ (Xenop)
- ⓐ clumsiness, awkwardness
[der of άγαρμπος]
- ungracefulness, inelegance (syn αγαρμπιά a):