Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγαρμπιά η [aγarbjá] Ο24 : η ιδιότητα ή η πράξη του άγαρμπου· χοντράδα, αγαρμποσύνη: Είναι δύσκολο να του συγχωρήσεις τις αγαρμπιές του.
[άγαρμπ(ος) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαρμπιά [aγarbjá] η,
- inelegance, ungraciousness (syn αγαρμποσύνη)
- ⓐ tasteless act:
- της κάνει κάτι αγαρμπιές, κάτι προστυχιές (Palaiologos)
[fr άγαρμπος]