Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγαρικό [aγarikó] το, (L)
- tree-fungus, agaric, tinder (syn ήσκα)
[fr MG αγαρικόν]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαρικόν το.
-
- Mύκητας με θεραπευτικές ιδιότητες, κοιν. ίσκα:
- (Iερακοσ. 4129, 21).
[μτγν. ουσ. αγαρικόν]
- Mύκητας με θεραπευτικές ιδιότητες, κοιν. ίσκα: